Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρατικός παράγοντας

  • 1 государственный

    επ.
    κρατικός•

    государственный строй το κρατικό σύστημα•

    государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•

    государственный герб το κρατικό έμβλημα•

    -ая граница κρατικά σύνορα•

    государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•

    государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•

    -ая таина κρατικό μυστικό•

    -бюджет κρατικός προύπολογισμός•

    -ые учреждения κρατικά ιδρύματα•

    государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•

    государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•

    государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.

    || δημόσιος•

    -ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.

    εκφρ.
    - ое право – κρατικό δίκαιο•
    - ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > государственный

  • 2 деятель

    деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης
    * * *
    м

    госуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας

    обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας

    полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός

    профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής

    заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας

    заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης

    Русско-греческий словарь > деятель

  • 3 деятель

    α., -ница, -ы θ. παράγοντας•

    государственный деятель κρατικός παράγοντας•

    литературный деятель άνθρωπος των γραμμάτων•

    научный деятель παράγοντας της επιστήμης.

    Большой русско-греческий словарь > деятель

  • 4 муж

    -а, πλθ. мужья, -жи, -жьям
    α. ο σύζυγος, ο άντρας. || παλ. παράγοντας•

    учный муж παράγοντας της επιστήμης•

    государственный муж κρατικός παράγοντας.

    Большой русско-греческий словарь > муж

  • 5 государственный

    государственн||ый
    прил κρατικός, δημόσιος:
    \государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > государственный

  • 6 деятель

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деятель

  • 7 деятель

    деятель
    м ὁ παράγοντας, ὁ παράγων, ἡ προσωπικότητα [-ης]:
    государственный \деятель ὁ κρατικός παράγων, ὁ πολιτικός ἀνήρ· политический \деятель ὁ πολιτικός παράγων, ὁ πολιτευόμενος, ὁ πολιτευτής· общественный \деятель ἡ προσωπικότητα [-ης], ὁ κοινωνικός παράγων заслуженный \деятель искусств ὁ διακεκριμμένος καλλιτέχνης.

    Русско-новогреческий словарь > деятель

См. также в других словарях:

  • Ουβάροφ, Σεργκέι Σεμιόνοβιτς — (Count Sergey Semyonovich Uvarov, 1786 – 1855). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε αρχικά επιθεωρητής εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν μέλος της λογοτεχνικής εταιρείας Αρζαμάς και, από το 1818 έως τον θάνατό του,… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • γενίτσαροι — Επίλεκτο σώμα του τουρκικού στρατού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που η συγκρότησή του στηρίχτηκε στον θεσμό της βίαιης στρατολόγησης νέων χριστιανών. Άλλοτε πίστευαν ότι η δημιουργία του θεσμού αυτού οφείλεται στον σουλτάνο… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»